στρόβιλον, τὸν
Ερμηνεία:
[ο στρόβιλος, του στροβίλου, οι στρόβιλοι (σβούρα, κώνος, δίνη νερού ή ανέμου]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) στρέφω < (Όμηρ.) στρόμβος (η σβούρα) < (Όμηρ.) στρόφος (συνεστραμμένος δεσμός, σχοινί) < (Αρχ.) στρόβος (δίνη περιστροφή)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|